αντιχτυπώ

αντιχτυπώ
κ. -κτυπώ (-άω) (AM ἀντικτυπῶ, -έω)
συγκρούομαι - «ἀντικτυποῡντος τοῡ πρώτου τῷ δευτέρῳ» (Π. Ανθ.), «όπου οι κλώνοι αντικτυπούν» (Σολωμός)
νεοελλ.
χτυπώ, πλήττω
μσν.
αντηχώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αντιχτυπώ — ησα, ήθηκα, ημένος, ανταποδίνω το χτύπημα: Τον αντιχτύπησε στο πρόσωπο· το μέσο αντιχτυπιέμαι δέρνομαι: Βρίστηκαν κι ύστερα αντιχτυπήθηκαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντικτυπώ — βλ. αντιχτυπώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”