αντιχτυπώ — ησα, ήθηκα, ημένος, ανταποδίνω το χτύπημα: Τον αντιχτύπησε στο πρόσωπο· το μέσο αντιχτυπιέμαι δέρνομαι: Βρίστηκαν κι ύστερα αντιχτυπήθηκαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)